Η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη γίνεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί από τους αρμόδιους επιστημονικούς οργανισμούς και βασίζεται κυρίως στη μέτρηση των τιμών σακχάρου στο αίμα. Το πρώτο κριτήριο αφορά στο «σάκχαρο νηστείας», εκείνο δηλαδή που μετριέται σε πρωινό δείγμα αίματος, μετά από τουλάχιστον 8 ώρες χωρίς φαγητό. Όταν αυτό βρεθεί υψηλότερο από 126 mg (%) θεωρείται ότι καθορίζει τη διάγνωση του διαβήτη. Το δεύτερο κριτήριο αφορά στο σάκχαρο που μετριέται στο αίμα 2 ώρες μετά τη λήψη ενός διαλύματος που περιέχει 75 γραμμάρια γλυκόζης, σε μια εξέταση που ονομάζεται «καμπούλη γλυκόζης» ή «δοκιμασία ανοχής γλυκόζης». Η εξέταση αυτή καθορίζει τη διάγνωση όταν το σάκχαρο (2 ώρες μετά την έναρξή της) είναι υψηλότερο από 200 mg (%). Το τρίτο κριτήριο αφορά στην γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (μια ουσία στο αίμα, η τιμή της οποίας αντικατοπτρίζει τα μέσα επίπεδα σακχάρου κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών) και καθορίζει τη διάγνωση όταν είναι υψηλότερη από 6,4%.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η διάγνωση του διαβήτη θεωρείται βέβαιη όταν το σάκχαρο στο αίμα είναι υψηλότερο από 200 mg (%) σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ υπάρχουν συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τον σακχαρώδη διαβήτη, δηλαδή πολυουρία (δηλαδή μεγάλες ποσότητες ούρων), πολυδιψία (πολλή και έντονη δίψα) καθώς και απώλεια σωματικού βάρους, χωρίς ανορεξία ή δίαιτα.