Στα αρχικά στάδιά της, η νόσος μπορεί να είναι εντελώς ασυμπτωματική (να μην ενοχλεί δηλαδή καθόλου το άτομο με διαβήτη) και συνεπώς ο ασθενής μπορεί να μην γνωρίζει ότι πάσχει. Τα συμπτώματα που οφείλουν να οδηγήσουν άμεσα στον έλεγχο του σακχάρου αίματος είναι:
1) H αίσθηση συνεχούς δίψας και η αύξηση της συχνότητας ούρησης. Το αυξημένο σάκχαρο στο αίμα δεν φιλτράρεται στους νεφρούς και «περνάει» στα ούρα, συμπαρασύροντας μεγάλη ποσότητα νερού, προκαλώντας έναν φαύλο κύκλο πολυουρίας/πολυδιψίας. Για να οδηγήσει στα συμπτώματα αυτά, το σάκχαρο στο αίμα πρέπει να ξεπερνάει τα 180-200 mg%.
2) Η ανεξήγητη απώλεια σωματικού βάρους που συμβαίνει λόγω της απώλειας σακχάρου (και άρα απώλειας ενέργειας/θερμίδων) στα ούρα. Συνήθως ο μέσος όρος του σακχάρου στο αίμα ξεπερνάει τα 200 mg% και συχνά ξεπερνάει τα 300 mg%.
3) Η αυξημένη πρόσληψη τροφής – πολυφαγία. Εμφανίζεται όταν το σώμα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη γλυκόζη για ενέργεια (αδυναμία εισόδου και χρήσης της γλυκόζης από τα κύτταρα λόγω της απουσίας επαρκούς ποσότητας ινσουλίνης). Εξαιτίας της έλλειψης ενέργειας, ο ασθενής έχει αυξημένο αίσθημα πείνας.
4) Οι συχνές μυκητιάσεις στα έξω και έσω γεννητικά όργανα, ιδιαίτερα στις γυναίκες, αποτελούν, επίσης, σημεία/συμπτώματα αυξημένου σακχάρου αίματος.
5) Οι ασθενείς που έχουν υψηλές τιμές σακχάρου παραπονιούνται συχνά για ανεξήγητη κόπωση και αδυναμία να φέρουν εις πέρας τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Αυτό οφείλεται και πάλι στην αδυναμία του οργανισμού να χρησιμοποιήσει ως καύσιμο τη γλυκόζη.
6) Η ανάπτυξη διαταραχών στην όραση μπορεί να είναι συνέπεια της αυξημένου σακχάρου αίματος και οφείλει να ελέγχεται πάντα.
7) Άλλα λιγότερο συχνά αλλά σημαντικά συμπτώματα αδιάγνωστου σακχαρώδους διαβήτη αποτελούν οι κράμπες και τα μουδιάσματα κυρίως στις πατούσες αλλά και, λιγότερο συχνά, στις παλάμες.
Πηγή:Όμιλος Ιατρικού Αθηνών